πραγματισμός — (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της … Dictionary of Greek
Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
νεοθετικισμός — Ευρεία φιλοσοφική κίνηση, που άρχισε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο στην Αυστρία και στη Γερμανία και διαδόθηκε κατόπιν με ποικίλες κατευθύνσεις κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες. Συνώνυμες έννοιες είναι ο λογικός εμπειρισμός, λογικός θετικισμός … Dictionary of Greek
πραγματολογία — η, Ν 1. πραγματογνωσία 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος + λογία*] … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Μεσονιέ, Ερνέστ Ζαν Λουί — (Jean Louis Ernest Meissonier, Λιόν 1815 – Παρίσι 1891). Γάλλος ζωγράφος. Η ζωγραφική του ασχολείτο κατά κύριο λόγο με την απεικόνιση σκηνών της καθημερινότητας, καθώς και με την απόδοση στρατιωτικών θεμάτων, ενώ την τεχνοτροπία του διέκρινε ένας … Dictionary of Greek
Μπαλής, Γεώργιος — (Δερβένι, Κορινθία 1889 – Αθήνα 1957). Νομικός. Τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1925 έως το 1950, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1930, συνέγραψε πολυάριθμες νομικές μελέτες, τις οποίες… … Dictionary of Greek
Ντοβζένκο, Αλεξάντερ — (Alexander Dovzhenko, Ουκρανία 1894 – 1956). Ρώσος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός. Από τους εκπροσώπους του Σοβιετικού σινεμά των αρχών του 20ού αιώνα, ο πολυσπουδασμένος Ν. αποφάσισε να ασχοληθεί με το νεοσύστατο τότε μέσο, τον… … Dictionary of Greek
Παπαλεξάνδρου, Κωνσταντίνος — (1891 – 1978). Έλληνας δημοσιογράφος από την Αργαλαστή Βόλου. Σπούδασε ιατρική, αλλά από το 1915 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε ως συντάκτης, χρονογράφος, αρχισυντάκτης και διευθυντής με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek